«ΣΩΤΗΡΙΑ»

Ἂς περάσει πιὰ ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς της.
Ἡ νύχτα γιατί τόσο ἀργοπορεῖ;
Στῶν πεύκων τὶς σκιὲς μία πολυθρόνα
μὲ καρτερεῖ.

Τῶν θαλάμων θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα
κι᾿ ὁ ὕπνος θἄρθη σὰ λιγοθυμιά.
Ἕνα ἀδειανὸ κρεββάτι, ἐδῶ δίνει
ἐντύπωση καμμιά.

Θὰ μὲ διπλώση τὸ σκοτάδι κι᾿ ὅπως
μεσ᾿ στὶς βαθιὲς σκιὲς θὰ μπερδεφτῶ,
πὼς εἶμαι θὰ πιστέψω πάλι κάτι
ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.

Μέσα στὸ φόβο θὰ βαθαίνη ἡ νύχτα
ὅταν ὁ ἄνεμος θἄρθη ξαφνικά.
Ὁ εὐκάλυπτος τὰ μαλλιά του θὰ τινάξη
καὶ τῶν ὀνείρων μαζὶ τὰ μυστικά.

Τὸ μυστικὸν ἀγώνα θὰ γροικάω
τοῦ φθινοπώρου, ἀνίκητος ἐχθρός.
Θὰ μὲ λικνίζη χαρωπὸ τραγούδι
ὁ ἀπελπισμένος θρός.

Κι᾿ ἂν δὲν τὴν καρτερῶ, ξέρω πὼς θἄρθη
ἡ γάτα αὐτὴ ποὺ νυχτοπερπατεῖ,
μία γάτα ποὺ δὲν ξέρει τί εἶνε χάδι
καὶ δὲν τὸ δίνει καὶ δὲν τὸ ζητεῖ.

Στὰ πόδια μου κοντὰ κάθεται μόνο,
ἀδιάφορη στὸ κρύο τὸ παγερό,
διακριτικὰ τὸ βλέμμα μου ἀποφεύγει
κ᾿ εἶνε σὰ νὰ μὲ ξέρη ἀπὸ καιρό.

Σχολιάστε

Filed under Οι τρίλλιες που σβήνουν, Ποίηση

Σχολιάστε